- μονῆρες
- μονήρηςsolitarymasc/fem voc sgμονήρηςsolitaryneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λίπωμα — Καλοήθες νεόπλασμα που οφείλεται σε υπερπαραγωγή ώριμου λιπώδους ιστού· όταν συνυπάρχει και μη λιπώδης συνδετικός ιστός ονομάζεται ινολίπωμα. Συναντάται συχνά σε ενήλικους ανθρώπους και σπανιότερα σε κατοικίδια ζώα. Μπορεί να περιβάλλεται από… … Dictionary of Greek
μονήρης — ες (ΑΜ μονήρης, ῆρες) 1. αυτός που ζει μόνος του, αυτός που ζει απομονωμένος από τους άλλους, απόκοσμος, μοναχικός, έρημος 2. (για λέξεις) αυτή που απαντά μόνο μια φορά ή αυτή που δεν σχηματίζει παράγωγα νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα… … Dictionary of Greek